Συντάκτης Βίκυ Στρατάκη mixtape.gr
Σίγουρα ο Λυκαβηττός αποτελεί τον ιδανικό χώρο για καλοκαιρινές συναυλίες κάτω από το φως της αττικής σελήνης, όπως έχουμε γράψει και άλλες φορές, οπότε το βράδυ της Δευτέρας ανηφορίσαμε για να παρακολουθήσουμε δύο κυρίες από το Πράσινο Ακρωτήριο.
Το Πράσινο Ακρωτήριο, αυτό το μικρό νησιώτικο αρχιπέλαγος δυτικά της Αφρικής, βγάζει ποδοσφαιριστές σαν το Νάνι και τον “δικό μας” Ντανιέλ Μπατίστα, αλλά έχει και μια ιδιαίτερη μουσική παράδοση- χωνευτήρι διαφορετικών επιρροών τόσο από την ηπειρωτική Αφρική όσο και από την Αμερική και την Ευρώπη, λόγω μετακινήσεων, αποικιοκρατίας, δουλεμπορίου και μετανάστευσης.
Αυτό ακριβώς επισήμανε και η Lura προς το τέλος του σετ της, η τραγουδίστρια που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πορτογαλία αλλά κατάγεται από το Πράσινο Ακρωτήρι και αυτό θεωρεί πατρίδα της.
Η Lura, παρότι θεωρείται “διάδοχος” της Cesária Évora, εμένα προσωπικά δεν μου φάνηκε ότι ταυτίζεται μουσικά με το ιδίωμα της πρώτης. Ειδικά στα πρώτα τραγούδια του σετ της, που κράτησε μια περίπου ώρα είδαμε να παρεισφρύουν jazz, bossa nova και easy listening στοιχεία, ενώ χρησιμοποιεί τόσο τα πορτογαλικά όσο και το creole γλωσσικό ιδίωμα του Πράσινου Ακρωτηρίου στους στίχους της.
Για το τέλος της εμφάνισής της, άφησε τους πιο παραδοσιακούς, χορευτικούς ρυθμούς, μεταξύ των οποίων και ένα batuque, μια μουσικοχορευτική φόρμα που θεωρείται η παλαιότερη του Πράσινου Ακρωτηρίου και χορεύεται αποκλειστικά από γυναίκες, όπως μας είπε και η ίδια, που έδειξε ότι εκτός από άψογη φωνή διαθέτει και τρομερή κίνηση στα τελευταία πιο ρυθμικά και χορευτικά κομμάτια.
Τη συνόδευσε μια ορχήστρα αποτελούμενη κατά βάση από ακουστική κιθάρα, μπάσο, πιάνο, βιολί, κρουστά και cavaquinho (κάτι σαν μικρή κιθάρα πορτογαλικής καταγωγής-μοιάζει με ukulele), η οποία έκτιζε άψογα το ρυθμικό υπόβαθρο για την εκφραστική και συναισθηματική contralto φωνή της. Σε συνδυασμό και με την κίνηση και την διάθεση της για επικοινωνία, κέρδισαν το κοινό που φαίνεται ότι στη μεγάλη πλειοψηφία του δεν τη γνώριζε.
Mετά από ένα διάλειμμα σχεδόν μισάωρο και ενώ στο μεταξύ το θέατρο είχε σχεδόν γεμίσει (με εξαίρεση τις πολύ πλαϊνές κερκίδες) ανέβηκε στη σκηνή η ορχήστρα για τη Cesária Évora, με αρκετά παρόμοιο set up, αλλά με κανονικά drums αντί για percussion και με την προσθήκη σαξόφωνου σε αρκετά κομμάτια.
Επίσης υπήρχαν ένας ακόμη τραγουδιστής και μία τραγουδίστρια για τα δεύτερα φωνητικά, ο άντρας με προβλήματα όρασης ο οποίος τραγούδησε και αυτός 1-2 κομμάτια προς το τέλος.
Όπως είχαμε διαβάσει σε άρθρα και δελτία τύπου η Évora αντιμετώπισε κάποια σοβαρά προβλήματα υγείας πέρυσι και η αλήθεια είναι ότι εμένα προσωπικά μου φάνηκε ιδιαίτερα καταπονημένη και χρειαζόταν βοήθεια γενικότερα, αν και αυτό δεν φάνηκε να επηρεάζει ιδιαίτερα την ποιότητα της φωνής της.
Δεν γνωρίζω βέβαια πώς ήταν προηγούμενες live εμφανίσεις της και εάν υπήρχε περισσότερη ένταση στην ερμηνεία της.
Ερμήνευσε αρκετά κομμάτια και το σετ κράτησε μιάμισι ώρα και πλέον, μαζί με τα δύο κομμάτια του encore. Ο κόσμος ήξερε κάποια από τα τραγούδια αφού πραγματικά πρόκειται για μια ερμηνεύτρια που έχει γίνει μεγάλη σταρ για τα δεδομένα και τα μεγέθη της world/ethnic μουσικής κατηγορίας, μεταξύ των οποίων και το πασίγνωστο “Sodade” και μια διασκευή του μεξικανικού “Bésame Mucho” , αλλά το morna, το παραδοσιακό μουσικό είδος του Capo Verde στο οποίο βασίζονται τα τραγούδια της δεν προσφέρεται για πολλές εξάρσεις ή χορό.
Οι συγκινητικές ερμηνείες της πάντως κατάφεραν χωρίς μεγάλη δυσκολία να κατεβάσουν το μεγαλύτερο μέρος του κοινού στο κοίλο του Λυκαβηττού από τις κερκίδες για να την θαυμάσουν από πιο κοντά, κλείνοντας έτσι τη συναυλιακή βραδιά.
Σίγουρα ο Λυκαβηττός αποτελεί τον ιδανικό χώρο για καλοκαιρινές συναυλίες κάτω από το φως της αττικής σελήνης, όπως έχουμε γράψει και άλλες φορές, οπότε το βράδυ της Δευτέρας ανηφορίσαμε για να παρακολουθήσουμε δύο κυρίες από το Πράσινο Ακρωτήριο.
Το Πράσινο Ακρωτήριο, αυτό το μικρό νησιώτικο αρχιπέλαγος δυτικά της Αφρικής, βγάζει ποδοσφαιριστές σαν το Νάνι και τον “δικό μας” Ντανιέλ Μπατίστα, αλλά έχει και μια ιδιαίτερη μουσική παράδοση- χωνευτήρι διαφορετικών επιρροών τόσο από την ηπειρωτική Αφρική όσο και από την Αμερική και την Ευρώπη, λόγω μετακινήσεων, αποικιοκρατίας, δουλεμπορίου και μετανάστευσης.
Αυτό ακριβώς επισήμανε και η Lura προς το τέλος του σετ της, η τραγουδίστρια που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πορτογαλία αλλά κατάγεται από το Πράσινο Ακρωτήρι και αυτό θεωρεί πατρίδα της.
Η Lura, παρότι θεωρείται “διάδοχος” της Cesária Évora, εμένα προσωπικά δεν μου φάνηκε ότι ταυτίζεται μουσικά με το ιδίωμα της πρώτης. Ειδικά στα πρώτα τραγούδια του σετ της, που κράτησε μια περίπου ώρα είδαμε να παρεισφρύουν jazz, bossa nova και easy listening στοιχεία, ενώ χρησιμοποιεί τόσο τα πορτογαλικά όσο και το creole γλωσσικό ιδίωμα του Πράσινου Ακρωτηρίου στους στίχους της.
Για το τέλος της εμφάνισής της, άφησε τους πιο παραδοσιακούς, χορευτικούς ρυθμούς, μεταξύ των οποίων και ένα batuque, μια μουσικοχορευτική φόρμα που θεωρείται η παλαιότερη του Πράσινου Ακρωτηρίου και χορεύεται αποκλειστικά από γυναίκες, όπως μας είπε και η ίδια, που έδειξε ότι εκτός από άψογη φωνή διαθέτει και τρομερή κίνηση στα τελευταία πιο ρυθμικά και χορευτικά κομμάτια.
Τη συνόδευσε μια ορχήστρα αποτελούμενη κατά βάση από ακουστική κιθάρα, μπάσο, πιάνο, βιολί, κρουστά και cavaquinho (κάτι σαν μικρή κιθάρα πορτογαλικής καταγωγής-μοιάζει με ukulele), η οποία έκτιζε άψογα το ρυθμικό υπόβαθρο για την εκφραστική και συναισθηματική contralto φωνή της. Σε συνδυασμό και με την κίνηση και την διάθεση της για επικοινωνία, κέρδισαν το κοινό που φαίνεται ότι στη μεγάλη πλειοψηφία του δεν τη γνώριζε.
Mετά από ένα διάλειμμα σχεδόν μισάωρο και ενώ στο μεταξύ το θέατρο είχε σχεδόν γεμίσει (με εξαίρεση τις πολύ πλαϊνές κερκίδες) ανέβηκε στη σκηνή η ορχήστρα για τη Cesária Évora, με αρκετά παρόμοιο set up, αλλά με κανονικά drums αντί για percussion και με την προσθήκη σαξόφωνου σε αρκετά κομμάτια.
Επίσης υπήρχαν ένας ακόμη τραγουδιστής και μία τραγουδίστρια για τα δεύτερα φωνητικά, ο άντρας με προβλήματα όρασης ο οποίος τραγούδησε και αυτός 1-2 κομμάτια προς το τέλος.
Όπως είχαμε διαβάσει σε άρθρα και δελτία τύπου η Évora αντιμετώπισε κάποια σοβαρά προβλήματα υγείας πέρυσι και η αλήθεια είναι ότι εμένα προσωπικά μου φάνηκε ιδιαίτερα καταπονημένη και χρειαζόταν βοήθεια γενικότερα, αν και αυτό δεν φάνηκε να επηρεάζει ιδιαίτερα την ποιότητα της φωνής της.
Δεν γνωρίζω βέβαια πώς ήταν προηγούμενες live εμφανίσεις της και εάν υπήρχε περισσότερη ένταση στην ερμηνεία της.
Ερμήνευσε αρκετά κομμάτια και το σετ κράτησε μιάμισι ώρα και πλέον, μαζί με τα δύο κομμάτια του encore. Ο κόσμος ήξερε κάποια από τα τραγούδια αφού πραγματικά πρόκειται για μια ερμηνεύτρια που έχει γίνει μεγάλη σταρ για τα δεδομένα και τα μεγέθη της world/ethnic μουσικής κατηγορίας, μεταξύ των οποίων και το πασίγνωστο “Sodade” και μια διασκευή του μεξικανικού “Bésame Mucho” , αλλά το morna, το παραδοσιακό μουσικό είδος του Capo Verde στο οποίο βασίζονται τα τραγούδια της δεν προσφέρεται για πολλές εξάρσεις ή χορό.
Οι συγκινητικές ερμηνείες της πάντως κατάφεραν χωρίς μεγάλη δυσκολία να κατεβάσουν το μεγαλύτερο μέρος του κοινού στο κοίλο του Λυκαβηττού από τις κερκίδες για να την θαυμάσουν από πιο κοντά, κλείνοντας έτσι τη συναυλιακή βραδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου