Του Αναστάσιου Φούντογλου από το aixmi.gr
Μπήκα χθες στο γραφείο, με μια ακόμα Δευτέρα να βαραίνει πάνω στους ώμους μου. Δεν ξέρω αν το κάρμα αυτής της μέρας έχει από γεννησιμιού της κάτι το λειψό αλλά δεν μου το βγάζεις εμένα από το μυαλό ότι όταν ο Θεός την έφτιαχνε βαριόταν αφόρητα να ασχοληθεί μαζί της. Αλλά έτσι δεν συμβαίνει πάντα με τις...
πρώτες μας απόπειρες; Γεμάτες ενθουσιασμό και ορμή , αλλά καταραμένες να κουβαλάνε πάντα το λειψό και το ακατέργαστο της πρώτης μας φοράς….
Στην οθόνη του υπολογιστή μου, κάθε πρωί Δευτέρας, η ίδια πάντα εικόνα. Το «Ζητείται Ελπίς» του Σαμαράκη. Συνήθεια μου έγινε να το διαβάζω φωναχτά εντός μου, κάθε αρχή της εβδομάδας μήπως και οι συνειρμοί του αλλάξουνε κάπως τις διαθέσεις των επόμενων των ημερών. Μήπως, δηλαδή, και σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και αυτή η Δευτέρα αποδειχτεί πράγματι αφετηρία μιας νέας εκκίνησης.
Αρκετά την βασανίσαμε, εξάλλου, με τις διαιτητικές και αντικαπνιστικές εμμονές μας.
Αρκετά προσβλέπαμε σε αυτήν για το τέλος μιας ακόμα κακής συνήθειας, πράγμα που ίσως ευθύνεται και για τους αγενείς μας τρόπους απέναντί της. Καιρός να της φέρθουμε όπως της πρέπει. Ως αρχή και αφετηρία μιας αλλιώτικης συνήθειας.
Πίνω μια γουλιά καφέ και διαβάζω- πάντα φωναχτά εντός μου: «Στις έξι σελίδες της εφημερίδας: η ζωή. Κι αυτός ήτανε τώρα ένας άνθρωπος που δεν έχει ελπίδα». Aφορμή του δικού του ανέλπιδου η βαριά άρρωστη θειά του, ξαδέρφη της μάνας του.
Με τον γιατρό να βγαίνει από την αρρωστιάρικη κάμαρα και να λέει με εκείνο το επίσημο ύφος, το τόσο αναντίστοιχο με το ανεπίσημο και τραγικό του θανάτου, που συνηθεια δεν επέτρεψα ακόμα να γίνει στα δικά μου χείλη: «Δεν υπάρχει πλέον ελπίς». Έλα, όμως, που εμείς είμαστε ακόμα ζωντανοί, όπως μας τραγουδά και η Πρωτοψάλτη, και το χειροκρότημα του κοινού μπορούμε και το διεκδικούμε ακόμα.
Η παράσταση δεν τελείωσε αδέρφια. Το σενάριο χωλαίνει. Οι πρωταγωνιστές σαν να βαριούνται και λίγο. Ο σκηνοθέτης ατάραχος παρακολουθεί το προδιαγεγραμένο φιάσκο και οι θεατές κουράστηκαν να περιμένουν το δημιουργικό τους ξέσπασμα. Είναι έτοιμοι να φύγουν και να τους εγκαταλείψουν στην ευτέλεια της λήθης. Αλλά είμαστε και εμείς εκεί.
Πίσω στα παρασκήνια στεκόμαστε και είμαστε ακόμα ζωντανοί. Ετοιμοι να μπουκάρουμε στης θύμελης τα φώτα και να δώσουμε την δική μας παράσταση. Αυτήν για την οποία ετοιμαζόμαστε, όλοι εμείς οι «ανώνυμοι» πολίτες αυτής της χώρας, από καιρό τώρα. Παράσταση ζωής, άξιας να λαμβάνει χειροκρότημα και να προσελκύει καινούριους θεατές…
Μια ρουφηξιά απ΄ το απαγορευμένο πιά τσιγάρο και νιώθω την νικοτίνη να σέρνεται ανάμεσα στους νευρώνες μου και να τους απελευθερώνει…. Ισως, σκέφτομαι, το λάθος μας να είναι αυτό ακριβώς. Βγαίνουμε στα ξέφωτα της καθημερινότητάς μας, στρέφουμε το βλέμμα μας στο άπειρο και αναζητούμε στις διαδρομές του την ελπίδα..
Αναζητώ σημαίνει ψάχνω. Και ψάχνω σημαίνει περιμένω από κάποιον άλλον να μου αφήσει κάτι στο μονοπάτι της ζωής μου για να μπορέσω να το βρώ. Και αυτό είναι το προβλημα μας. Την ελπίδα δεν την αναζητάς και δεν την ψάχνεις. Την φτιάχνεις μοναχός σου. Απ΄ το έως τώρα αμεταχείριστο που κρύβεις μέσα σου.
Ελπίδα σημαίνει αλλάζω τις καταναλωτικές μου συνήθειες και σταματάω σαν τον αλκοολικό να ψάχνω καθημερινά και απεγνωσμένα γουλιές μιας ψεύτικης και δίχως νόημα ζωής και να να ξημεροβραδιάζομαι στα μαγαζιά και τις πολυεθνικές εκείνων που με καθυβρίζουν από το πρωί ισαμε το βράδυ. Κάνω πράξη, δηλαδή, τα λόγια του Τολστόι: «εφόσον υπάρχουν μέθυσοι, υπάρχουν και ταβέρνες. Σταματήστε να πίνετε κρασί και δεν θα υπάρχουν ταβέρνες».
Ελπίδα σημαίνει αρχίζω να κάνω ευσυνείδητα την δουλειά που μου ανατέθηκε, είτε αναπαύομαι στην ασφάλεια του δημοσίου, είτε καρδιοχτυπώ ολημερίς στην ανασφάλεια του ιδιώτη.
Ελπίδα σημαίνει σταματάω να δηλητηριάζω τα παιδιά μου με τις ηλίθιες πανεπιστημιακές μου εμμονές και το έως τώρα «βλαχομπαρόκ» του ιδιώτη βίου μου και τα αφήνω ελεύθερα να ανακαλύψουν τον αληθινό δρόμο της δημιουργίας και της παραγωγής.
Ελπίδα σημαίνει αναγνωρίζω, επιτέλους, την αξία του διπλανού μου και σταματάω να του πετάω κατάμουτρα το « τι λέει ο μαλάκας μωρέ;» κάθε φορά που τα λόγια και οι ιδέες του μου φαίνονται ακατάληπτα. Τον ηλίθιο τον ξέρεις. Τον χαιρετάς και του μιλάς με μεγαλύτερη άνεση. Το καταλαβαίνω.
Αλλά δεν βαρέθηκες να τον επιβραβεύεις και να του εμπιστεύεσαι ανεύθυνα το βάρος της ζωής σου; Ελπίδα πάει να πει, δεν τραβάω τον άξιο στην ευκολία της δικής μου σκέψης, αλλά φροντίζω να γίνω εγώ καλύτερος και να τον επισκεφτώ στις δύσκολες τις ερημιές του. Ελπίδα πάει να πει, πετάω κατάμουτρα στον ηλίθιο την ηλιθιότητά του.
Ελπίδα σημαίνει, τέλος, κάνω πράξη αυτό που σκέφτομαι και ονειρεύομαι. Και το στοιχίζω πίσω από αυτό που σκέφτεσαι και ονειρεύεσαι εσύ….
Τελείωσε το τσιγάρο. Τελείωσε και η ευεργετική δράση μιας ακόμα νικοτίνης. Επιστροφή, λοιπόν, στην πραγματικότητα των πεζών και των οδοιπόρων μιας ίδιας και απαράλλαχτης Δευτέρας. Δεν βαριέσαι. Η επόμενη Δεύτερα δεν απέχει και πολύ για να φτιάξει μέσα μου νέες προσμονές ελπίδας….καλή σας μέρα….
Μπήκα χθες στο γραφείο, με μια ακόμα Δευτέρα να βαραίνει πάνω στους ώμους μου. Δεν ξέρω αν το κάρμα αυτής της μέρας έχει από γεννησιμιού της κάτι το λειψό αλλά δεν μου το βγάζεις εμένα από το μυαλό ότι όταν ο Θεός την έφτιαχνε βαριόταν αφόρητα να ασχοληθεί μαζί της. Αλλά έτσι δεν συμβαίνει πάντα με τις...
πρώτες μας απόπειρες; Γεμάτες ενθουσιασμό και ορμή , αλλά καταραμένες να κουβαλάνε πάντα το λειψό και το ακατέργαστο της πρώτης μας φοράς….
Στην οθόνη του υπολογιστή μου, κάθε πρωί Δευτέρας, η ίδια πάντα εικόνα. Το «Ζητείται Ελπίς» του Σαμαράκη. Συνήθεια μου έγινε να το διαβάζω φωναχτά εντός μου, κάθε αρχή της εβδομάδας μήπως και οι συνειρμοί του αλλάξουνε κάπως τις διαθέσεις των επόμενων των ημερών. Μήπως, δηλαδή, και σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και αυτή η Δευτέρα αποδειχτεί πράγματι αφετηρία μιας νέας εκκίνησης.
Αρκετά την βασανίσαμε, εξάλλου, με τις διαιτητικές και αντικαπνιστικές εμμονές μας.
Αρκετά προσβλέπαμε σε αυτήν για το τέλος μιας ακόμα κακής συνήθειας, πράγμα που ίσως ευθύνεται και για τους αγενείς μας τρόπους απέναντί της. Καιρός να της φέρθουμε όπως της πρέπει. Ως αρχή και αφετηρία μιας αλλιώτικης συνήθειας.
Πίνω μια γουλιά καφέ και διαβάζω- πάντα φωναχτά εντός μου: «Στις έξι σελίδες της εφημερίδας: η ζωή. Κι αυτός ήτανε τώρα ένας άνθρωπος που δεν έχει ελπίδα». Aφορμή του δικού του ανέλπιδου η βαριά άρρωστη θειά του, ξαδέρφη της μάνας του.
Με τον γιατρό να βγαίνει από την αρρωστιάρικη κάμαρα και να λέει με εκείνο το επίσημο ύφος, το τόσο αναντίστοιχο με το ανεπίσημο και τραγικό του θανάτου, που συνηθεια δεν επέτρεψα ακόμα να γίνει στα δικά μου χείλη: «Δεν υπάρχει πλέον ελπίς». Έλα, όμως, που εμείς είμαστε ακόμα ζωντανοί, όπως μας τραγουδά και η Πρωτοψάλτη, και το χειροκρότημα του κοινού μπορούμε και το διεκδικούμε ακόμα.
Η παράσταση δεν τελείωσε αδέρφια. Το σενάριο χωλαίνει. Οι πρωταγωνιστές σαν να βαριούνται και λίγο. Ο σκηνοθέτης ατάραχος παρακολουθεί το προδιαγεγραμένο φιάσκο και οι θεατές κουράστηκαν να περιμένουν το δημιουργικό τους ξέσπασμα. Είναι έτοιμοι να φύγουν και να τους εγκαταλείψουν στην ευτέλεια της λήθης. Αλλά είμαστε και εμείς εκεί.
Πίσω στα παρασκήνια στεκόμαστε και είμαστε ακόμα ζωντανοί. Ετοιμοι να μπουκάρουμε στης θύμελης τα φώτα και να δώσουμε την δική μας παράσταση. Αυτήν για την οποία ετοιμαζόμαστε, όλοι εμείς οι «ανώνυμοι» πολίτες αυτής της χώρας, από καιρό τώρα. Παράσταση ζωής, άξιας να λαμβάνει χειροκρότημα και να προσελκύει καινούριους θεατές…
Μια ρουφηξιά απ΄ το απαγορευμένο πιά τσιγάρο και νιώθω την νικοτίνη να σέρνεται ανάμεσα στους νευρώνες μου και να τους απελευθερώνει…. Ισως, σκέφτομαι, το λάθος μας να είναι αυτό ακριβώς. Βγαίνουμε στα ξέφωτα της καθημερινότητάς μας, στρέφουμε το βλέμμα μας στο άπειρο και αναζητούμε στις διαδρομές του την ελπίδα..
Αναζητώ σημαίνει ψάχνω. Και ψάχνω σημαίνει περιμένω από κάποιον άλλον να μου αφήσει κάτι στο μονοπάτι της ζωής μου για να μπορέσω να το βρώ. Και αυτό είναι το προβλημα μας. Την ελπίδα δεν την αναζητάς και δεν την ψάχνεις. Την φτιάχνεις μοναχός σου. Απ΄ το έως τώρα αμεταχείριστο που κρύβεις μέσα σου.
Ελπίδα σημαίνει αλλάζω τις καταναλωτικές μου συνήθειες και σταματάω σαν τον αλκοολικό να ψάχνω καθημερινά και απεγνωσμένα γουλιές μιας ψεύτικης και δίχως νόημα ζωής και να να ξημεροβραδιάζομαι στα μαγαζιά και τις πολυεθνικές εκείνων που με καθυβρίζουν από το πρωί ισαμε το βράδυ. Κάνω πράξη, δηλαδή, τα λόγια του Τολστόι: «εφόσον υπάρχουν μέθυσοι, υπάρχουν και ταβέρνες. Σταματήστε να πίνετε κρασί και δεν θα υπάρχουν ταβέρνες».
Ελπίδα σημαίνει αρχίζω να κάνω ευσυνείδητα την δουλειά που μου ανατέθηκε, είτε αναπαύομαι στην ασφάλεια του δημοσίου, είτε καρδιοχτυπώ ολημερίς στην ανασφάλεια του ιδιώτη.
Ελπίδα σημαίνει σταματάω να δηλητηριάζω τα παιδιά μου με τις ηλίθιες πανεπιστημιακές μου εμμονές και το έως τώρα «βλαχομπαρόκ» του ιδιώτη βίου μου και τα αφήνω ελεύθερα να ανακαλύψουν τον αληθινό δρόμο της δημιουργίας και της παραγωγής.
Ελπίδα σημαίνει αναγνωρίζω, επιτέλους, την αξία του διπλανού μου και σταματάω να του πετάω κατάμουτρα το « τι λέει ο μαλάκας μωρέ;» κάθε φορά που τα λόγια και οι ιδέες του μου φαίνονται ακατάληπτα. Τον ηλίθιο τον ξέρεις. Τον χαιρετάς και του μιλάς με μεγαλύτερη άνεση. Το καταλαβαίνω.
Αλλά δεν βαρέθηκες να τον επιβραβεύεις και να του εμπιστεύεσαι ανεύθυνα το βάρος της ζωής σου; Ελπίδα πάει να πει, δεν τραβάω τον άξιο στην ευκολία της δικής μου σκέψης, αλλά φροντίζω να γίνω εγώ καλύτερος και να τον επισκεφτώ στις δύσκολες τις ερημιές του. Ελπίδα πάει να πει, πετάω κατάμουτρα στον ηλίθιο την ηλιθιότητά του.
Ελπίδα σημαίνει, τέλος, κάνω πράξη αυτό που σκέφτομαι και ονειρεύομαι. Και το στοιχίζω πίσω από αυτό που σκέφτεσαι και ονειρεύεσαι εσύ….
Τελείωσε το τσιγάρο. Τελείωσε και η ευεργετική δράση μιας ακόμα νικοτίνης. Επιστροφή, λοιπόν, στην πραγματικότητα των πεζών και των οδοιπόρων μιας ίδιας και απαράλλαχτης Δευτέρας. Δεν βαριέσαι. Η επόμενη Δεύτερα δεν απέχει και πολύ για να φτιάξει μέσα μου νέες προσμονές ελπίδας….καλή σας μέρα….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου