Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Coldplay η ιστορία τους

Οι Coldplay είναι ένα βρετανικό συγκρότημα της εναλλακτικής ροκ μουσικής που δημιουργήθηκε στο Λονδίνο το 1998. Το συγκρότημα αποτελείται από τους Chris Martin (πρώτη φωνή, πλήκτρα, κιθάρα), Jonny Buckland (πρώτη κιθάρα), Guy Berryman (Μπάσσο) και Will Champion (ντράμς, φωνητικά και άλλα μουσικά όργανα).

Oι Coldplay έγιναν ευρέως γνωστοί με την κυκλοφορία του single τους Yellow. Ακολούθησε το πρώτο album τους με τίτλο Parachutes (2000), το οποίο ήταν υποψήφιο για το βραβείο Mercury. Ακολούθησε το δεύτερο album τους, A Rush of Blood to the Head (2002), το οποίο κέρδισε πολλά βραβεία, μεταξύ αυτών και το βραβείο του καλύτερου album της χρονιάς στα βραβεία του μουσικού περιοδικού ΝΜΕ. Το 2005 κυκλοφόρησαν το τρίτο τους album με τίτλο X&Y, το οποίο είχε την ίδια θετική αντιμετώπιση από τον κόσμο.

Το τέταρτό τους album Viva la Vida or Death and All His Friends που κυκλοφόρησε το 2008, με παραγωγό τον Brian Eno πήρε εξαιρετικές κριτικές και ήταν υποψήφιο για πολλά Βραβεία Γκράμι, τρια εκ των οποίων, τελικά, κέρδισε. Οι Coldplay πώλησαν πάνω από 50.000.000 album.

Οι Coldplay, στα πρώτα τους βήματα, δέχτηκαν πολλές κριτικές οι οποίες σύγκριναν την μουσική τους με εκείνη των Radiohead, Jeff Buckley, U2 και Travis. Οι Coldplay επηρεάστηκαν έντονα από άλλους μουσικούς. Στο "A Rush of Blood to the Head" είχαν δεχτεί επηρροή από τους Echo & the Bunnymen, Kate Bush και George Harrison, στο "X&Y" από τους Johnny Cash και Kraftwerk και στο "Viva la Vida or Death and All His Friends" από τους Blur, Arcade Fire και My Bloody Valentine. Οι Coldplay υπήρξαν ενεργοί υποστηρικτές διαφόρων κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων, όπως η καμπάνια "Oxfam's Make Trade Fair" και η Διεθνής Αμνηστία. Οι Coldplay, επίσης, συμμετείχαν σε διάφορα φιλανθρωπικά προγράμματα όπως είναι οι "Band Aid 20", "Live 8", "Sound Relief" και "Teenage Cancer Trust".

Δημιουργία και Πρώτα Βήματα (1996 - 1998)
Τα μέλη του συγκροτήματος γνωρίστηκαν όταν ήταν φοιτητές στο University College του Λονδίνου (UCL) το Σεπτέμβριου του 1996. Ο Chris Martin και ο John Buckland ήταν τα αρχικά μέλη των Coldplay, οι οποίοι είχαν γνωριστεί στην εβδομάδα γνωριμίας του πανεπιστημίου. Πέρασαν το υπόλοιπο ακαδημαϊκό έτος, σχεδιάζοντας την δημιουργία ενός συγκροτήματος, το οποίο θα ονομαζόταν Pectoralz. Αργότερα, ένας συμμαθητής τους, ο Guy Berryman, έγινε μέλος του συγκροτήματος. Το 1997 το συγκρότημα μετονομάστηκε σε Starfish. Την ίδια χρονιά έδωσαν συναυλίες σε διάφορα μικρά club στο Camden για να τραβήξουν την προσοχή διαφόρων μάνατζερ.

O Chris Martin προσέγγυσε τον παλιό του συμμαθητή Phil Harvey, ο οποίος ακολουθούσε κλασσικές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, και του ζήτησε να γίνει ο μάνατζερ του συγκροτήματος. Από εκείνη την μέρα, ο Phil θεωρείται το πέμπτο μέλος των Coldplay. Το συγκρότημα ολοκληρώθηκε, όταν έγινε μέλος και ο Will Champion, και ήταν έτοιμο για δράση. Ο Will μεγάλωσε παίζοντας πιάνο, κιθάρα, μπάσσο και ιρλανδική φλογέρα και γρήγορα έμαθε ντράμς, παρόλο που δεν είχε προηγούμενη πείρα. Το συγκρότημα, τελικά, κράτησε το όνομα Coldplay, το οποίο πρότεινε ο Tim Crompton, ένας συμφοιτητής τους, ο οποίος χρησιμοποίησε, παλαιότερα, το όνομα αυτό για το συγκρότημά του. To 1997, o Chris Martin γνώρισε τον φοιτητή των κλασσικών Tim Rice-Oxley. Κατά τη διάρκεια διημέρου τους στον ποταμό Virginia Water, έπαιξαν, ο καθένας τα δικά του τραγούδια, στο πιάνο. Ο Chris συνειδητοποίησε ότι ο Tim Rice-Oxley ήταν ταλαντούχος και του πρότεινε να μπει στο συγκρότημα, στα πλήκτρα. Ο Tim αρνήθηκε γιατί το δικό του συγκρότημα, οι Keane, ήταν, ήδη, αρκετά γνωστοί. To γεγονός αυτό άφησε τους Coldplay αμετάβλητους και τα δυο συγκροτήματα με τέσσερα μέλη.

Το 1998, το συγκρότημα κυκλοφόρησε 500 αντίγραφα του Safety EP. Οι περισσότεροι δίσκοι δόθηκαν σε φίλους και δίσκογραφικές εταίριες και μόνο 50 έμειναν διαθέσιμοι για το κοινό. Το Δεκέμβρη, οι Coldplay υπέγραψαν με την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Fierce Panda. Η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά, η οποίο αποτελείτο από τρια τραγούδια, ονομαζόταν Brothers and Sisters EP και ηχογραφήθηκε ταχύτατα, μέσα σε μόλις τέσσερις μέρες, το Φεβρουάριο του 1998.

Όταν τελείωσαν με τις τελικές τους εξετάσεις, οι Coldplay υπέγραψαν με τη δισκογραφική Parlophone, με συμβόλαιο για πέντε album, την άνοιξη του 1999. Μετά την πρώτη τους εμφάνιση στο Glastonbury, το συγκρότημα μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το τρίτο EP, το οποίο είχε τον τίτλο The Blue Room. 5.000 αντίγραφα διατέθηκαν στο κοινό τον Οκτώβριο και το single τους Bigger Stronger παίχτηκε από το BBC Radio 1. Κατά την διάρκεια της ηχογράφησης του The Blue Room, υπήρξαν ταραχές. Ο Chris έδιωξε τον Will από το συγκρότημα και μετά από θερμές παρακλήσεις του, του επέτρεψε να επιστρέψει. Ο ίδιος, αργότερα, πήγε σε κέντρο απεξάρτησης από το αλκοόλ. Εκείνη την εποχή στο συγκρότημα μπήκαν κανόνες ώστε να διασφαλιστεί η ενότητά του. Οι Coldplay ήταν δημοκρατικοί και τα κέρδη θα μοιράζονταν στα ίσα, σε όλα τα μέλη του συγκροτήματος. Οι Coldplay λειτουργούσαν με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούσαν και συγκροτήματα όπως οι U2 και οι R.E.M. Τέλος, συμφώνησαν να διώχνουν όποιον έπαιρνε απαγορευμένες ουσίες.
[Επεξεργασία] Parachutes (1999 – 2001)

Το Μάρτιο του 1999, οι Coldplay ξεκίνησαν να δουλεύουν για τον πρώτο τους δίσκο, που ηχογραφήθηκε στα Rockfield Studios με παραγωγό τον Ken Nelson. Έπαιξαν επίσης στο Carling Tour. Μετά την κυκλοφορία των τριων EP χωρίς καμία επιτυχία, κυκλοφόρησαν το πρώτο τους επιτυχημένο single με τον τίτλο Shiver. Το Shiver κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 2000, ανέβηκε στο νούμερο 35 του UK Singles Chart και έδωσε την ευκαιρία στους Coldplay να προβληθούν για πρώτη φορά από το MTV. Τον Ιούνη του 2000 έκαναν την πρώτη μεγάλη τους περιοδεία, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και μια συναυλία στο Glastonbury. Το συγκρότημα, επίσης, κυκλοφόρησε το single Yellow, που είχε μεγάλη επιτυχία. Το τραγούδι βρέθηκε στο νούμερο 4 του UK Singles Chart και έβαλε τους Coldplay, για τα καλά, στην συνείδηση του κοινού.

Οι Coldplay κυκλοφόρησαν το πρώτο μεγάλο τους album με τον τίτλο Parachutes, τον Ιούλη του 2000, το οποίο βρέθηκε στην κορυφή του UK Albums Chart. Τα τραγούδια Yellow και Troubles είχαν μεγάλη ραδιοφωνική προβολή, τόσο στη Μεγάλη Βρετανία όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Η Parlophone περίμενε την πώληση περίπου 400.000 χιλιάδων αντιγράφων, αλλά μέχρι τα Χριστούγεννα είχαν πωληθεί 1.600.000 αντίγραφα σε όλη τη Μεγάλη Βρετανία. Το album αυτό ήταν υποψήφιο για το Μουσικό Βραβείο Mercury, το Σεπτέμβριο του 2000.

Ενώ είχαν αναγνωριστεί σε όλη την Ευρώπη, οι Coldplay έβαλαν πλώρη για την Νότια Αμερική. Κυκλοφόρησαν εκεί το album του Parachutes, το Νοέμβριο του 2000. Ξεκίνησαν με μια εμφάνιση στο Βανκούβερ, στη Βρετανική Κολομβία και στον Καναδά και ακολούθησαν εμφανίσεις σε διάφορα club των Ηνωμένων Πολιτειών, στις αρχές του 2001. Εμφανίστηκαν, επίσης, στο Saturday Night Live και στο Late Night with Conan O'Brien. Παρόλο που το Parachutes είχε αργό ρυθμό επιτυχίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, ξαφνικά έγινε διπλά πλατινένιο. Το album κέρδισε, δικαιολογημένα, το βραβείο του Καλύτερου Εναλλακτικού Album στα Βραβεία Γκράμι του 2002.
[Επεξεργασία] A Rush of Blood to the Head (2001 – 2004)

Οι Coldplay επέστρεψαν στο studio, τον Οκτώβριο του 2001, για να δουλέψουν πάνω στο δεύτερο album τους με τον τίτλο A Rush of Blood to the Head. Παραγωγός ήταν, και πάλι, ο Ken Nelson. Tο album κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2002 και έδωσε πολλά επιτυχημένα κομμάτια όπως το "In my Place", το Clocks και το The Scientist.

Οι Coldplay έκαναν περιοδεία από τον Ιούνη του 2002 μέχρι το Σεπτέμβρη του 2003 για την προώθηση του δεύτερου album τους. Έλαβαν μέρος σε διάφορες εκδηλώσεις όπως ήταν τα Glastonbury Festival,V2003 και Rock Werchter. Σε πολλές εμφανίσεις τους χρησιμοποιήθηκαν περίπλοκοι φωτισμοί και ατομικές οθόνες κάτι που θύμιζε το Elevation Tour των U2. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης, αυτής, περιοδείας οι Coldplay κυκλοφόρησαν ένα live DVD και CD, με τον τίτλο Live 2003 στο Hordern Pavilion του Σίδνεϋ.

Το Δεκέμβριο του 2003, οι αναγνώστες του περιοδικού Rolling Stones διάλεξαν τους Coldplay ως τους καλύτερους μουσικούς και το καλύτερο συγκρότημα της χρονιάς. Εκείνη την περίοδο, ερμήνευσαν το τραγούδι 2000 Miles που κυκλοφόρησαν οι The Pretenders το 1983. Το "2000 Miles" ήταν το πιο δημοφιλές τραγούδι για κατέβασμα εκείνη τη χρονιά, και μέρος των εσόδων δόθηκαν στην καμπάνια "Future Forests and Stop Handgun Violence". Το A Rush of Blood to the Head κέρδισε το βραβείο Γκράμι για το Καλύτερο Εναλλακτικό Album της χρονιάς, το 2003. Στα βραβεία Γκράμι του 2004, κέρδισαν το βραβείο του Καλύτερου Τραγουδιού της Χρονιάς για το Clocks.


X&Y (2004 – 2006)

Οι Coldplay πέρασαν μεγάλο μέρος του 2004 μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, κάνοντας διάλειμμα από την μεγάλη περιοδεία τους και ηχογραφώντας το τρίτο τους album. Το Μαΐο, ο Chris και η γυναίκα του, η ηθοποιός Gwyneth Paltrow γιόρτασαν τη γέννηση της κόρης τους, Apple.

Το τρίτο τους album, με τον τίτλο "X&Y", κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2005 σε Ηνωμένο Βασίλειο και Ευρώπη. Έγινε το πιο δημοφιλές album της χρονιάς 2005, με πωλήσεις 8.300.000 δίσκων παγκόσμια. Το κορυφαίο κομμάτι του album, που είχε τον τίτλο Speed of Sound, πρωτοπαίχτηκε στα ραδιόφωνα και κυκλοφόρησε στα διαδυκτιακά μουσικά μαγαζιά στις 18 Απριλίου και κυκλοφόρησε σε CD στις 23 Μαΐου του 2005.

To album ανέβηκε στο νούμερο 1 σε 30 χώρες, παγκόσμια, και ήταν το τρίτο album που ανελίχθηκε στην κορυφή τόσο γρήγορα στην ιστορία του UK Chart. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησαν ακόμα δυο single: Το Fix You το Σεπτέμβρη και το Talk το Δεκέμβρη.

Το τελευταίο βασίστηκε στη μελωδία του τραγουδιού Computer Love, που κυκλοφόρησε το 1981 από το γερμανικό συγκρότημα της synthpop Kraftwerk, το οποίο αναβίωσε την προηγούμενη χρονιά ο Νορβηγός κιθαρίστας Erik Wøllo. Παρόλη την διαφημιστική επιτυχία του X&Y, οι κριτικές ήταν λιγότερο ενθουσιώδεις από εκείνες των προηγούμενων album. Ο κριτικός των New York Times, John Pareles, περιέγραψε τους Coldplay σαν "το πιο ανυπόφορο συγκρότημα της δεκαετίας". Οι συγκρίσεις που γίνονταν μεταξύ των Coldplay και των U2 γίνονταν όλο και πιο συχνά.

Από τον Ιούνιο του 2005 μέχρι τον Ιούλιο του 2006, οι Coldplay έκαναν περιοδεία που ονόμασαν "Twisted Logic", που περιελάμβανε εκδηλώσεις όπως το Coachella, Isle of Wight Festival, Glastonbury και the Austin City Limits Music Festival. Τον Ιούλιο του 2005 εμφανίστηκαν στο Live 8 στο Hyde Park, όπου έπαιξαν το "Bitter Sweet Symphony" των Verve, με τον Richard Ashcroft στα φωνητικά. Το Σεπτέμβριο, οι Coldplay ηχογράφησαν μια νέα έκδοση του How You See The World, με διορθωμένους στίχους για το φιλανθρωπικό album Help!: A Day in the Life. Το Φεβρουάριο του 2006, κέρδισαν τα βραβεία του Καλύτερου Album και του Καλύτερου Single της χρονιάς στα Βραβεία BRIT. To 2006 κυκλοφόρησαν τα single The Hardest Part και What If. Το White Shadows κυκλοφόρησε στο Μεξικό, τον Ιούνιο του 2007.

Τον Οκτώβριο του 2006, οι Coldplay ξεκίνησαν να δουλεύουν πάνω στο τέταρτο album τους με τον τίτλο Viva la Vida or Death and All His Friends με παραγωγό τον Brian Eno. Κάνοντας διάλειμμα από την ηχογράφηση, το συγκρότημα περιόδευσε στην Λατινική Αμερική, στις αρχές του 2007.

Ο Chris περιέγραφε το Viva la Vida σαν μια νέα κατεύθυνση για τους Coldplay. Πρόκειται για μια αλλαγή από τα τρία προηγούμενα album τους, τα οποία αναφέρονταν σε εμάς σαν τριλογία. Είπε, επίσης, οτι το album χαρακτηρίζεται από λιγότερο falsetto, αφού επέτρεψε στη χαμηλότερη φωνή του να έχει την προτεραιότητα. Το Violet Hill είναι επιβεβαιωμένα, το πρώτο single που ακούστηκε στα ραδιόφωνα στις 29 Απριλίου 2008.

Μετά την πρώτη ακρόαση του τραγουδιού στο ραδιόφωνο, διατέθηκε δωρεάν για κατέβασμα από την ιστοσελίδα του συγκροτήματος, για μια εβδομάδα (το κατέβασαν πάνω από 2.000.000 άτομα), μέχρι που έγινε και εμπορικά διαθέσιμο στις 6 Μαΐου 2008.

Το Violet Hill μπήκε στο βρετανικό Top 10 και το Top 40 των Ηνωμένων Πολιτειών (μπήκε, επίσης, και στο Top 10 των Hot Modern Rock Tracks) και πήγε αρκετά καλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Το ομώνυμο τραγούδι Viva la Vida κυκλοφόρησε αποκλειστικά από το iTunes και έγινε το πρώτο τραγούδι του συγκροτήματος που ανέβηκε στο νούμερο ένα του Billboard Hot 100, και το πρώτο τους νούμερο ένα στο Ηνωμένο Βασιλείο, σύμφωνα μόνο από τις πωλήσεις που έγιναν από το κατέβασμα του τραγουδιού.

Στις 15 Ιουνίου 2008, το Viva la Vida or Death and All His Friends, ανέβηκε στην κορυφή του UK album chart, παρόλο που είχε διατεθεί για πώληση στην άγορα, μόλις 3 μέρες πριν. Σε εκείνο το διάστημα πώλησε 302,000 αντίγραφα. Το BBC, μάλιστα, το χαρακτήρισε ως "μια από τις πιο γρήγορα πωληθείσες δισκογραφικές δουλειές στην ιστορία του UK Chart". Μέχρι το τέλος του Ιουνίου, έσπασαν ακόμα ένα ρεκόρ για το πιο πολυκατεβασμένο album όλων των εποχών. Τον Οκτώβριο του 2008, οι Coldplay κέρδισαν δυο Q Awards.

πηγή-wikipedia.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου