Της Ρίκας Βαγιάνη από το protagon.gr
Ποτέ δεν ήθελα να δουλέψω σε εφημερίδα. «Καλύτερα να σφουγγαρίζω σκάλες», δήλωνα στο σπίτι-και το εννοούσα. Η εφημερίδα ήταν κακιά. Έπαιρνε το μπαμπά το πρωί, όταν είχα φύγει για το σχολείο, και δεν τον έστελνε σπίτι, παρά μόνο αφού είχα κοιμηθεί. Το ίδιο «απών» και ο άλλος μπαμπάς,(αυτός που δεν ζει) και ο αδελφός του και ο άλλος του αδελφός.
Ολημερίς κι ολονυχτίς στο δρόμο, στα γήπεδα, στη Βουλή, στα γραφεία, στην τσίτα, κυνηγώντας με την ψυχή στο στόμα, κάποια παράξενη «ύλη» που έπρεπε να «κλείσει».
Επειδή ο μισθός δεν έφτανε ούτε για τα βασικά, ο μπαμπάς είχε και μια δεύτερη δουλειά που την έλεγαν «τηλεόραση». Ήταν πιο ωραία και φαντεζί. Η εφημερίδα ήταν βαρετή. Βρωμούσε κλεισούρα και καπνό, όλοι ήταν γέροι, άσε που συνέχεια μου έλεγαν το ίδιο αστείο: «Δημοσιογραφάκι θα γίνεις κι εσύ»; Το κέρατό σου, καράφλα, έλεγα μέσα μου, αλλά όχι απ΄ έξω μου, γιατί η μπούφλα παραμόνευε στη γωνία.
Μεγάλωσα, έπρεπε κάπως να ζήσω. Δεν ήθελα να δουλέψω σε εφημερίδα- το έλεγα και το εννοούσα, καλύτερα να σφουγγαρίζω σκάλες. Άρχισα να κουτσογράφω, σε περιοδικά, μετά να μπουρδολογώ στο ραδιόφωνο. Κάποια στιγμή, ήρθε και η τηλεόραση. Εδώ ήρθαμε, παρκάραμε, σκεφτόμουν, θαυμάζοντας τον εαυτό μου μέχρι λιποθυμίας.
Περιέργως, μπαμπάδες, θείοι, και λοιποί συγγενείς, έμεναν εντελώς ασυγκίνητοι μπροστά στο υπερθέαμα. «Ποτέ δεν θα καταλάβεις τι είναι αυτή η δουλειά», επαναλάμβαναν, λες και κάποιος τους είχε κάνει λοβοτομή, «αν δεν ζήσεις τη μυρωδιά της εφημερίδας». Άσχετο, βέβαια, που όταν βρίσκονταν όλοι μαζί, τους άκουγα να ωρύονται ότι δεν υπάρχει «πιο κωλο-επάγγελμα» και «χειρότερη φάρα» από τη δική τους.
Το 1993, ήμουν πια τριανταενός ετών, με δεκατέσσερα χρονάκια δουλειάς πίσω μου. Είχα κάπως χορτάσει –και ελαφρώς βαρυστομαχιάσει- από τα ιλουστρασιόν λάιφστάϊλ, και τα ραδιο-τηλεοπτικά φαντεζί. Σε μια από τις αιφνίδιες τηλε- απολύσεις που κατά καιρούς έχω φάει κατακέφαλα, η μόνη επαγγελματική διέξοδος που είχα, ήταν μια πρόταση να δουλέψω σε εφημερίδα.
Όχι σε οποιαδήποτε εφημερίδα, αλλά την «Απογευματινή». Εκατό ετών ήδη- και της φαινόταν. Είχε ζήσει ιστορικές δόξες, αλλά στην εποχή μου τη θυμόμαστε επειδή διοργάνωνε καλλιστεία, όταν οι άλλες εφημερίδες έκλειναν από πολιτικές διώξεις. Έβαζε κάτι τίτλους μεταξύ Μάρθας Βούρτση και Μπόλιγουντ, όταν τα άλλα φύλλα «ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις».
Θα μου ταίριαζε, πίστευα, κάτι πιο κυριλέ, (το κεντρικό άρθρο στους New York Times, ίσως;) Με το νοίκι όμως απλήρωτο και το ηλεκτρικό κομμένο, έκανα τα πικρά γλυκά και ανέβηκα τις σκάλες που με οδηγούσαν στον όροφο του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ, τον περίφημο «έβδομο».
Δηλαδή, δεν τον έλεγες και ακριβώς όροφο. Μια σοφίτα-ρετιρέ, ήταν, τίγκα στον κόσμο, σαν λεωφορείο σε ώρα αιχμής. Mε έστησαν μπροστά σε μια αρχαία γραφομηχανή, μου σύστησαν κάτι μουντρούχους αχτένιστους, που ούτε σήκωσαν κεφάλι από τα εξαθλιωμένα, παμπάλαια γραφεία τους, να μου ρίξουν μια ματιά. Μου έκοψαν ένα μηχανογραφικό με την μηνιαία σύμβαση της ΕΣΗΕΑ. Τους είπα: «Μου κάνετε πλάκα; Στο Mega αυτά είναι το κονδύλι του μανικιούρ!»). Μου είπαν «Σκάσε και γράφε».
Έσκασα κι έγραψα. Πήγα για λίγους μήνες, (να μαζέψω λεφτά να ξεχρεώσω, και μετά να την κάνω για Μπαλί) κι έμεινα έντεκα χρόνια. Τι καλό έκανα στη ζωή μου, για να έχω την τιμή να γνωρίσω, να χαιρετάω, και να δουλεύω σε διπλανά γραφεία με όλους εκείνους τους απίστευτους τύπους; Οι «μουντρούχοι» και οι «μουντρούχες» έγιναν φίλοι, οικογένεια, συνεργάτες στη δουλειά και συνένοχοι στην αταξία. Ήξεραν όλοι γράμματα, ήταν φτιαγμένοι από ιστορίες, πληρώνονταν άθλια, μιλούσαν όμορφα (και βλαστημούσαν ακόμα καλύτερα).
Κι αυτό το πράγμα, η «μυρωδιά της εφημερίδας»; Οι γέροι μου είχαν, το κέρατό μου, όλα τα δίκια του κόσμου. Έφτανες στη δουλειά αργά, μεσημέρι, και τα γραφεία μύριζαν κενό, άσπρο χαρτί και απορρυπαντικό, η μυρωδιά του τίποτα. Στο σχόλασμα, νύχτα, ίσα που μπορούσες να αναπνεύσεις.
Ο αέρας κοβόταν στη μέση από βαριές ανάσες, στα πρόθυρα του εγκεφαλικού, πολλοί το πάθαιναν κιόλας, πιεστήρια, μελάνια, κουτσομπολιά, μίση, πάθη, χριστοπαναγίες, καβγάδες, ουίσκια: Το αβάσταχτο βάρος ενός κανονικού τοκετού. Επτά όροφοι γεννούσαν μαζί, κάθε βράδυ, ένα μωρό που λεγόταν «αύριο». Το ολόφρεσκο αύριο των άλλων, που είχε για μας, τη γλυκόπικρη γεύση του «χτες», ένα παιδί κιόλας μεγαλωμένο, με τα καλά και τα στραβά του, φευγάτο πια από το σπίτι.
Α, ναι, η «Απογευματινή». Δύο παραγράφους παραπάνω την «έθαβα» στεγνά: Εκατόν σαρανταέξι λέξεις ( και εκατόν τριανταδύο μήνες) μετά, αν μου πείτε οτιδήποτε αρνητικό για αυτήν, μπορώ να δαγκώσω λαρύγγια. Κόλλησα το μικρόβιο και δεν ξεκολλούσα επ ουδενί. Τι κι αν η «τηλεοπτική μου ανεργία», και η αφραγκία που αρχικά με οδήγησε στην αίθουσα σύνταξης, είχε τελικά, κρατήσει λίγες μόνο εβδομάδες;
Τι κι αν η έντυπη δημοσιογραφία, για ατέλειωτες ώρες δουλειάς, αποδίδει χρήματα που βλέπουν με…τα κιάλια τους εντυπωσιακούς μισθούς και την αναγνωρισιμότητα της τηλεόρασης; Η εφημερίδα είναι μεροκάματο, σαράκι, λούκι που άμα πέσεις μέσα του, δεν κόβεται με τίποτα. Όταν με απέλυσαν, κατέρρευσε ο κόσμος μου.
Στην τηλεόραση δεν τρέχει τίποτα αν σε φάνε, κάθε μέρα σουτάρουν κάποιον. Στο καθημερινό φύλλο, όμως, δημιουργούνται δεσμοί συγγενικοί. Όταν κάποιος φεύγει, έστω και οικειοθελώς, είναι πένθος. Το μοναδικό πράγμα που μπορεί να αντικαταστήσει την απώλεια της δουλειάς σε μια εφημερίδα, είναι η δουλειά σε μια άλλη εφημερίδα.
Εικοσιτέσσερις ώρες μετά τη διακοπή της μισθοδοσίας μου από το φύλλο, μετακόμιζα, κυριολεκτικά ικετεύοντας για μια γωνίτσα μελανιού, στο «Εθνος». Τα τελευταία επτά χρόνια, «ζω» εκεί: Ευτυχής για τις λίγες λέξεις-χάρτινα καραβάκια, που με αφήνουν και αμολάω μέσα σ΄ένα εκδοτικό υπερωκεάνιο. Ποτέ δεν ξανακοίταξα πίσω.
Μέχρι χτες, που διάβασα ότι η «Απογευματινή» χρεωκοπεί. Κάτι για υποβολές σε «νόμους τόσο-κάθετος τόσο», κάτι μπουρδουκλωμένα, που δεν τα καταλαβαίνω. Αν και αρθρογράφος, τρομάρα μου, δεν καταλαβαίνω γρι από «άρθρα 99». Ούτε καταλαβαίνω πως κλείνει μια εφημερίδα; Μα, κάθε μέρα «κλείνει», μια εφημερίδα, κλείνει την «ύλη της». Σβήνουμε τους υπολογιστές, λέμε «αύριο» και χαιρετιόμαστε (πριν ξανασυναντηθούμε, σε πέντε λεπτά, στο μπαρ απέναντι).
Στη σύσκεψη του Protagon, τον προηγούμενο μήνα, η Λίνα (νομίζω) έλεγε ότι «κάτι πρέπει να γράψουμε, στο site, παιδιά: Στη δουλειά μας γίνεται χαμός, διαλύονται μαγαζιά, άνθρωποι μένουν στο δρόμο». Της βάλαμε πάγο. «Όλη η Ελλάδα μένει στο δρόμο, βρε Λίνα, ποιος νοιάζεται για τις κλάψες ενός κλάδου; Που δεν είναι και ο (εξκιούζμι) συμπαθέστερος; Και να ψοφούσαμε όλοι αύριο, να ξεκληριζόταν το επάγγελμα, δεν θα ίδρωνε κανενός το αυτί. Πολλοί θα χαίρονταν κιόλας!»
Της βάλαμε πάγο- εγώ πρώτη απ΄όλους. Είχαμε δίκιο, αν το δεις ψυχρά, αντικειμενικά. Τι κι αν το επάγγελμά μας περνάει την Κόλαση, αυτές τις στιγμές; Σαν δημοσιογράφοι, πρέπει να βάζουμε πρώτα την κοινωνία, και μετά την πάρτη μας. Σαν σύγχρονοι άνθρωποι, πρέπει να καταπιούμε την πικρή αλήθεια: η έντυπη ενημέρωση ζει, πιθανότατα, τις τελευταίες της στιγμές.
Αφήνει ένα μακρόσυρτο επιθανάτιο ρόγχο, πριν το μετασχηματισμό της σε μουσειακό είδος-για συλλέκτες μόνο. Έτσι λοιπόν, παραμένω –ψυχρά και αντικειμενικά- πιστή στη γραμμή του Protagon. Μια εφημερίδα πεθαίνει; Ε, και; Στην εξαθλιωμένη εργασιακά Ελλάδα του 2010; Κάτι τρέχει στα γύφτικα.
Aυτό, όμως δεν είναι ένα κείμενο συνδικαλιστικό, ούτε ένα μανιφέστο προάσπισης του κλάδου μας. Είναι, ένα μακρύ, ας πούμε, προσωπικό μου γράμμα: Απευθύνεται στον μπαμπά μου, εκείνον που δεν ζει. Πεθαίνοντας, άφησε να γλιστρήσει από τα χέρια του το μοναδικό χειρόγραφο που άφησε στη μέση: Την στήλη του, που έστελνε από το νοσοκομείο με ταξί , στον «Ελεύθερο Τύπο» κυριολεκτικά, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του.
Αυτό το κείμενο επίσης, είναι ένα εσωτερικό memo στον από καιρό διαλυμένο, (αλλά εντός μου ακόμα ολοζώντανο), μικρόκοσμο του 7ου ορόφου της παλιάς «Απογευματινής», αλλά και κάθε μικρόκοσμο «αίθουσας σύνταξης» εφημερίδας. Είναι για τον Βαγγέλη, την Χριστιάνα, τη Χριστίνα, τη Νατάσα, την Εύα, τη Χρύσα, τη Δώρα, την Αφροδίτη.
Είναι για το Σωτήρη (μετά) και το Μάκη (πάντα). Είναι ένα γράμμα σε χιλιάδες άλλους συναδέλφους- παραλήπτες που δεν θα βρουν το χρόνο να το διαβάσουν: Μπλοκαρισμένοι στους δρόμους, στη Βουλή, στα υπουργεία, στα γήπεδα, στις αίθουσες σύνταξης. Μονίμως πνιγμένοι και προσφάτως πολύ, πολύ φοβισμένοι.
Ναι, φοβόμαστε, σας κάνει εντύπωση; Τι φοβόμαστε; Ο,τι κι εσείς, που ζείτε από άλλη δουλειά. Που έχετε τη δική σας ιστορία, τον δικό σας «όροφο» να θυμηθείτε. Φοβόμαστε μήπως αυτό το «αύριο», που λέμε, στο σχόλασμα της μέρας, δεν έρθει ποτέ. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Τη δική σας δουλειά, το πόστο, το μαγαζί, την εταιρεία, τη θέση σας; Αν ναι, τότε, μέσα από το κείμενο αυτό, ίσως καταφέραμε να συνεννοηθούμε. Για να μη χαίρεται κανείς, για κανένα λόγο, όταν μια δουλειά κλείνει, όταν μια επιχείρηση χρεωκοπεί, όταν ένα επάγγελμα υποφέρει. (Αρκεί να μην είναι το δικό μας…)
Ποτέ δεν ήθελα να δουλέψω σε εφημερίδα. Το έλεγα και το εννοούσα. Δυστυχώς, δεν ξέρω να σφουγγαρίζω σκάλες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου